μιλιταρισμός

μιλιταρισμός
ο
(λ. λατ.), η διακυβέρνηση από το στρατό, η στρατοκρατία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μιλιταρισμός — ο η επικράτηση στρατιωτικών μορφών, τρόπων σκέψης και στόχων στο κράτος, στην πολιτική και στην κοινωνία, αλλ. στρατοκρατία. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. militarisme < λατ. milit aris < miles, itis «στρατιώτης»] …   Dictionary of Greek

  • μιλιταριστής — ο, θηλ. μιλιταρίστρια οπαδός τού μιλιταρισμού, στρατοκράτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. militariste (βλ. μιλιταρισμός)] …   Dictionary of Greek

  • στρατοκρατία — η, Ν 1. η φανερή ή παρασκηνιακή διακυβέρνηση μιας χώρας από στρατιωτικούς 2. η επικράτηση στρατιωτικών μορφών, τρόπων σκέψης, νοοτροπίας και στόχων στη πολιτική και στην κοινωνική ζωή μιας χώρας, αλλ. μιλιταρισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρατοκρατώ. Η λ …   Dictionary of Greek

  • Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… …   Dictionary of Greek

  • Ρέφις, Χανς Ιόζε — (Rehfisch, 1891 – 1960). Γερμανός συγγραφέας, φιλολογικό ψευδώνυμο του Γκέοργκ Τουρνέφ. Σπούδασε νομικά. Πολέμησε στον A’ Παγκόσμιο πόλεμο ως στρατιώτης. Το 1931 33 και το 1951 56 ήταν επικεφαλής της Ένωσης των Γερμανών Συγγραφέων και Συνθετών.… …   Dictionary of Greek

  • Φερέρο, Γουλιέλμος — (Ferrero, Πόρτιτσι 1871 – Μον Πελνέρ, Γενεύη 1943). Ιταλός ιστορικός. Στον A’ Παγκόσμιο πόλεμο υποστήριξε την ιταλική επέμβαση στο πλευρό των Συμμάχων. Αργότερα τάχθηκε ανοιχτά εναντίον του φασισμού, μετά την επικράτηση του οποίου μετανάστευσε… …   Dictionary of Greek

  • στρατοκρατία — η 1. επικράτηση στρατιωτικού πνεύματος σε μια χώρα, μιλιταρισμός. 2. διακυβέρνηση μιας χώρας από στρατιωτικούς: Κατά την περίοδο της στρατοκρατίας περιορίστηκαν τα δικαιώματα των πολιτών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”